- κραταίπεδος
- κραταίπεδος, -ον (Α)αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» — λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος*) + -πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί-πεδος, χαλκό-πεδος].
Dictionary of Greek. 2013.